- μπαλένα
- και μπανέλα και μπαλαίνα, η1. κεράτινο έλασμα το οποίο λαμβάνεται από το στόμα τής φάλαινας και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ζωνών μέσης, στηθόδεσμων κ.λπ.2. (κατ' επέκτ.) έλασμα από άλλη ύλη το οποίο έχει παρόμοια χρήση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. balena < φάλαινα. Ο τ. μπανέλα με αντιμετάθεση τών -λ- / -ν-, πιθ. κατ' επίδραση τού φανέλα.
Dictionary of Greek. 2013.